- κόλαστρο
- τοη κολάστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κολάστρα, με αλλαγή γένους, πιθ. με επίδραση τού λατ. ουδ. colostrum].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολάστρα — και κολιάστρα, η, και κόλαστρο, το το πρώτο και γεμάτο λιπαρές ουσίες γάλα θηλαστικού μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. colastră < λατ. colostrum] … Dictionary of Greek
κολάστρα — κολάστρα, η και κουλάστρα, η και κόλαστρο, το (λ. λατ.), το πρώτο γάλα μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)